- καταπάλμενος
- καταπάλμενος, ὁ (Α)1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενοςκαταπηδήσας».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί *κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπάλμενος — καταπά̱λμενος , κατά , ἀπό ἅλλομαι sal aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… … Dictionary of Greek